Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπίπυρον
ἐπίπυρρος
ἐπιπυρσεία
ἐπιπωλέομαι
ἐπιπωλέω
ἐπιπώλησις
ἐπίπωμα
ἐπιπωμάζω
ἐπιπωμασμός
ἐπιπωματίζω
ἐπιπωματικός
ἐπιπωμάτισις
ἐπιπωρόομαι
ἐπιπώρωμα
ἐπιπώρωσις
ἐπιρραβδίζω
ἐπιρραβδοφορέω
ἐπιρρᾳθυμέω
ἐπιρραίνω
ἐπιρρακτός
ἐπίρραμμα
View word page
ἐπιπωματικός
serving to close up the pores, of oil
ShortDef
serving to close up the pores, of oil
Debugging
Headword:
ἐπιπωματικός
Headword (normalized):
ἐπιπωματικός
Headword (normalized/stripped):
επιπωματικος
IDX:
34429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34430
Key:
Data
{'content': 'serving to close up the pores, of oil'}