Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιπταίρω
ἐπίπταισμα
ἐπίπτησις
ἐπιπτήσσω
ἐπιπτίσσομαι
ἐπίπτυγμα
ἐπίπτυξις
ἐπιπτύσσω
ἐπιπτυχή
ἐπιπτύω
ἐπίπτωμα
ἐπίπτωσις
ἐπιπύησις
ἐπιπυκνόομαι
ἐπιπυνθάνομαι
ἐπιπυργιδία
ἐπιπυρέσσω
ἐπιπυριάω
ἐπίπυρον
ἐπίπυρρος
ἐπιπυρσεία
View word page
ἐπίπτωμα
accident
ShortDef
accident
Debugging
Headword:
ἐπίπτωμα
Headword (normalized):
ἐπίπτωμα
Headword (normalized/stripped):
επιπτωμα
IDX:
34411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34412
Key:
Data
{'content': 'accident'}