Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιπροτέρωσε
ἐπιπροφαίνομαι
ἐπιπροφέρω
ἐπιπροχέω
ἐπιπροωθέω
ἐπίπρῳρος
ἐπιπταίρω
ἐπίπταισμα
ἐπίπτησις
ἐπιπτήσσω
ἐπιπτίσσομαι
ἐπίπτυγμα
ἐπίπτυξις
ἐπιπτύσσω
ἐπιπτυχή
ἐπιπτύω
ἐπίπτωμα
ἐπίπτωσις
ἐπιπύησις
ἐπιπυκνόομαι
ἐπιπυνθάνομαι
View word page
ἐπιπτίσσομαι
to be shelled, freed from the husk

ShortDef

to be shelled, freed from the husk

Debugging

Headword:
ἐπιπτίσσομαι
Headword (normalized):
ἐπιπτίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
επιπτισσομαι
IDX:
34405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34406
Key:

Data

{'content': 'to be shelled, freed from the husk'}