Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιπροέχομαι
ἐπιπροθέω
ἐπιπροϊάλλω
ἐπιπροιάλλω
ἐπιπροΐημι
ἐπίπροικος
ἐπιπρόκειμαι
ἐπιπρομολεῖν
ἐπιπρονεύω
ἐπιπροπίπτω
ἐπιπροσβάλλω
ἐπιπροσγίγνομαι
ἐπιπρόσειμι
ἐπίπροσθεν
ἐπιπρόσθεσις
ἐπιπροσθετέω
ἐπιπροσθέτησις
ἐπιπροσθέω
ἐπιπρόσθησις
ἐπιπροσπλέω
ἐπιπροστίθημι
View word page
ἐπιπροσβάλλω
direct one's course to

ShortDef

direct one's course to

Debugging

Headword:
ἐπιπροσβάλλω
Headword (normalized):
ἐπιπροσβάλλω
Headword (normalized/stripped):
επιπροσβαλλω
IDX:
34382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34383
Key:

Data

{'content': "direct one's course to"}