Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιποτίζω
ἐπιποτισμός
ἐπιπράττομαι
ἐπιπρείγιστος
ἐπιπρέπεια
ἐπιπρεπής
ἐπιπρέπω
ἐπιπρεσβεύομαι
ἐπιπρηνής
ἐπιπρηΰνω
ἐπιπρίω
ἐπιπρό
ἐπιπροβαίνω
ἐπιπροβάλλω
ἐπιπροέχομαι
ἐπιπροθέω
ἐπιπροϊάλλω
ἐπιπροιάλλω
ἐπιπροΐημι
ἐπίπροικος
ἐπιπρόκειμαι
View word page
ἐπιπρίω
to grind

ShortDef

to grind

Debugging

Headword:
ἐπιπρίω
Headword (normalized):
ἐπιπρίω
Headword (normalized/stripped):
επιπριω
IDX:
34368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34369
Key:

Data

{'content': 'to grind'}