Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιπομπεύω
ἐπιπομπή
ἐπιπομπός
ἐπιπονέω
ἐπιπονία
ἐπίπονος
Ἐπιποντία
ἐπιπορεία
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπόρευσις
ἐπιπορθμεύομαι
ἐπιπορπάομαι
ἐπιπόρπημα
ἐπιπόρρω
ἐπιπορσαίνω
ἐπιπορφυρίζω
ἐπιπόρφυρος
ἐπιποτάμιος
ἐπιποταμίς
ἐπιποτάομαι
ἐπιποτίζω
View word page
ἐπιπορθμεύομαι
spread
ShortDef
spread
Debugging
Headword:
ἐπιπορθμεύομαι
Headword (normalized):
ἐπιπορθμεύομαι
Headword (normalized/stripped):
επιπορθμευομαι
IDX:
34348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34349
Key:
Data
{'content': 'spread'}