Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιπολίζω
ἐπιπολιόομαι
ἐπιπόλιος
ἐπίπολος
ἐπιπολύ
ἐπιπομπεύω
ἐπιπομπή
ἐπιπομπός
ἐπιπονέω
ἐπιπονία
ἐπίπονος
Ἐπιποντία
ἐπιπορεία
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπόρευσις
ἐπιπορθμεύομαι
ἐπιπορπάομαι
ἐπιπόρπημα
ἐπιπόρρω
ἐπιπορσαίνω
ἐπιπορφυρίζω
View word page
ἐπίπονος
painful, toilsome, laborious
ShortDef
painful, toilsome, laborious
Debugging
Headword:
ἐπίπονος
Headword (normalized):
ἐπίπονος
Headword (normalized/stripped):
επιπονος
IDX:
34343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34344
Key:
Data
{'content': 'painful, toilsome, laborious'}