Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιπολαστικός
ἐπιπολή
ἐπιπολίζω
ἐπιπολιόομαι
ἐπιπόλιος
ἐπίπολος
ἐπιπολύ
ἐπιπομπεύω
ἐπιπομπή
ἐπιπομπός
ἐπιπονέω
ἐπιπονία
ἐπίπονος
Ἐπιποντία
ἐπιπορεία
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπόρευσις
ἐπιπορθμεύομαι
ἐπιπορπάομαι
ἐπιπόρπημα
ἐπιπόρρω
View word page
ἐπιπονέω
to toil on, persevere

ShortDef

to toil on, persevere

Debugging

Headword:
ἐπιπονέω
Headword (normalized):
ἐπιπονέω
Headword (normalized/stripped):
επιπονεω
IDX:
34341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34342
Key:

Data

{'content': 'to toil on, persevere'}