Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιπολασμός
ἐπιπολαστικός
ἐπιπολή
ἐπιπολίζω
ἐπιπολιόομαι
ἐπιπόλιος
ἐπίπολος
ἐπιπολύ
ἐπιπομπεύω
ἐπιπομπή
ἐπιπομπός
ἐπιπονέω
ἐπιπονία
ἐπίπονος
Ἐπιποντία
ἐπιπορεία
ἐπιπορεύομαι
ἐπιπόρευσις
ἐπιπορθμεύομαι
ἐπιπορπάομαι
ἐπιπόρπημα
View word page
ἐπιπομπός
one who sends visitations
ShortDef
one who sends visitations
Debugging
Headword:
ἐπιπομπός
Headword (normalized):
ἐπιπομπός
Headword (normalized/stripped):
επιπομπος
IDX:
34340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34341
Key:
Data
{'content': 'one who sends visitations'}