Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἐπιπολαί
ἐπιπολαιόρριζος
ἐπιπόλαιος
ἐπιπόλασις
ἐπιπολασμός
ἐπιπολαστικός
ἐπιπολή
ἐπιπολίζω
ἐπιπολιόομαι
ἐπιπόλιος
ἐπίπολος
ἐπιπολύ
ἐπιπομπεύω
ἐπιπομπή
ἐπιπομπός
ἐπιπονέω
ἐπιπονία
ἐπίπονος
Ἐπιποντία
ἐπιπορεία
ἐπιπορεύομαι
View word page
ἐπίπολος
a companion
ShortDef
a companion
Debugging
Headword:
ἐπίπολος
Headword (normalized):
ἐπίπολος
Headword (normalized/stripped):
επιπολος
IDX:
34336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34337
Key:
Data
{'content': 'a companion'}