Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίποκος
ἐπιπολάζω
Ἐπιπολαί
ἐπιπολαιόρριζος
ἐπιπόλαιος
ἐπιπόλασις
ἐπιπολασμός
ἐπιπολαστικός
ἐπιπολή
ἐπιπολίζω
ἐπιπολιόομαι
ἐπιπόλιος
ἐπίπολος
ἐπιπολύ
ἐπιπομπεύω
ἐπιπομπή
ἐπιπομπός
ἐπιπονέω
ἐπιπονία
ἐπίπονος
Ἐπιποντία
View word page
ἐπιπολιόομαι
begin to grow grey

ShortDef

begin to grow grey

Debugging

Headword:
ἐπιπολιόομαι
Headword (normalized):
ἐπιπολιόομαι
Headword (normalized/stripped):
επιπολιοομαι
IDX:
34334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34335
Key:

Data

{'content': 'begin to grow grey'}