Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιπλοκομιστής
ἐπιπλοόμφαλον
ἐπίπλοον
ἐπίπλοος
ἐπίπλοος2
ἐπίπλοος3
ἐπίπνευσις
ἐπιπνευστικός
ἐπιπνέω
ἐπίπνοια
ἐπίπνοος
ἐπιπόδιος
ἐπιποθέω
ἐπιπόθημα
ἐπιπόθησις
ἐπιπόθητος
ἐπιποιέω
ἐπιποίησις
ἐπιποιμήν
ἐπίποκος
ἐπιπολάζω
View word page
ἐπίπνοος
breathed upon

ShortDef

breathed upon

Debugging

Headword:
ἐπίπνοος
Headword (normalized):
ἐπίπνοος
Headword (normalized/stripped):
επιπνοος
IDX:
34315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34316
Key:

Data

{'content': 'breathed upon'}