Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιπλοκήλη
ἐπιπλοκομιστής
ἐπιπλοόμφαλον
ἐπίπλοον
ἐπίπλοος
ἐπίπλοος2
ἐπίπλοος3
ἐπίπνευσις
ἐπιπνευστικός
ἐπιπνέω
ἐπίπνοια
ἐπίπνοος
ἐπιπόδιος
ἐπιποθέω
ἐπιπόθημα
ἐπιπόθησις
ἐπιπόθητος
ἐπιποιέω
ἐπιποίησις
ἐπιποιμήν
ἐπίποκος
View word page
ἐπίπνοια
a breathing upon, inspiration
ShortDef
a breathing upon, inspiration
Debugging
Headword:
ἐπίπνοια
Headword (normalized):
ἐπίπνοια
Headword (normalized/stripped):
επιπνοια
IDX:
34314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34315
Key:
Data
{'content': 'a breathing upon, inspiration'}