Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιπληκτικός
ἐπιπλημμύρω
ἐπίπληξις
ἐπιπληρόω
ἐπιπλήρωσις
ἐπιπλήσσω
ἐπιπλινθοβολέω
ἐπιπλοεντεροκήλη
ἐπιπλοκή
ἐπιπλοκήλη
ἐπιπλοκομιστής
ἐπιπλοόμφαλον
ἐπίπλοον
ἐπίπλοος
ἐπίπλοος2
ἐπίπλοος3
ἐπίπνευσις
ἐπιπνευστικός
ἐπιπνέω
ἐπίπνοια
ἐπίπνοος
View word page
ἐπιπλοκομιστής
possessing an omentum

ShortDef

possessing an omentum

Debugging

Headword:
ἐπιπλοκομιστής
Headword (normalized):
ἐπιπλοκομιστής
Headword (normalized/stripped):
επιπλοκομιστης
IDX:
34305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34306
Key:

Data

{'content': 'possessing an omentum'}