Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιπλέω
ἐπίπληγμα
ἐπιπληθύνω
ἐπιπληκτέος
ἐπιπλήκτης
ἐπιπληκτικός
ἐπιπλημμύρω
ἐπίπληξις
ἐπιπληρόω
ἐπιπλήρωσις
ἐπιπλήσσω
ἐπιπλινθοβολέω
ἐπιπλοεντεροκήλη
ἐπιπλοκή
ἐπιπλοκήλη
ἐπιπλοκομιστής
ἐπιπλοόμφαλον
ἐπίπλοον
ἐπίπλοος
ἐπίπλοος2
ἐπίπλοος3
View word page
ἐπιπλήσσω
to strike, to rebuke

ShortDef

to strike, to rebuke

Debugging

Headword:
ἐπιπλήσσω
Headword (normalized):
ἐπιπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
επιπλησσω
IDX:
34300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34301
Key:

Data

{'content': 'to strike, to rebuke'}