Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπίπλευρα
ἐπίπλευσις
ἐπιπλέω
ἐπίπληγμα
ἐπιπληθύνω
ἐπιπληκτέος
ἐπιπλήκτης
ἐπιπληκτικός
ἐπιπλημμύρω
ἐπίπληξις
ἐπιπληρόω
ἐπιπλήρωσις
ἐπιπλήσσω
ἐπιπλινθοβολέω
ἐπιπλοεντεροκήλη
ἐπιπλοκή
ἐπιπλοκήλη
ἐπιπλοκομιστής
ἐπιπλοόμφαλον
ἐπίπλοον
ἐπίπλοος
View word page
ἐπιπληρόω
to fill up again
ShortDef
to fill up again
Debugging
Headword:
ἐπιπληρόω
Headword (normalized):
ἐπιπληρόω
Headword (normalized/stripped):
επιπληροω
IDX:
34298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34299
Key:
Data
{'content': 'to fill up again'}