Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιπαχύνω
ἐπιπεδικός
ἐπιπεδόομαι
ἐπίπεδος
ἐπιπέδωσις
ἐπιπείθεια
ἐπιπειθής
ἐπιπείθομαι
ἐπιπειράομαι
ἐπιπελάζω
ἐπιπέλομαι
ἐπίπεμμα
ἐπιπεμπτέον
ἐπίπεμπτος
ἐπιπέμπω
ἐπίπεμψις
ἐπιπεντεκαιδέκατος
ἐπιπεριελίσσω
ἐπιπεριτρέπω
ἐπιπερκάζω
ἐπίπερκνος
View word page
ἐπιπέλομαι
to come to

ShortDef

to come to

Debugging

Headword:
ἐπιπέλομαι
Headword (normalized):
ἐπιπέλομαι
Headword (normalized/stripped):
επιπελομαι
IDX:
34237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34238
Key:

Data

{'content': 'to come to'}