Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιπατρόφιον
ἐπιπάτωρ
ἐπιπαφλάζω
ἐπιπαχύνω
ἐπιπεδικός
ἐπιπεδόομαι
ἐπίπεδος
ἐπιπέδωσις
ἐπιπείθεια
ἐπιπειθής
ἐπιπείθομαι
ἐπιπειράομαι
ἐπιπελάζω
ἐπιπέλομαι
ἐπίπεμμα
ἐπιπεμπτέον
ἐπίπεμπτος
ἐπιπέμπω
ἐπίπεμψις
ἐπιπεντεκαιδέκατος
ἐπιπεριελίσσω
View word page
ἐπιπείθομαι
to be persuaded to

ShortDef

to be persuaded to

Debugging

Headword:
ἐπιπείθομαι
Headword (normalized):
ἐπιπείθομαι
Headword (normalized/stripped):
επιπειθομαι
IDX:
34234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34235
Key:

Data

{'content': 'to be persuaded to'}