Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιπαρεμβάλλω
ἐπιπαρέξειμι
ἐπιπαρέρχομαι
ἐπιπάροδος
ἐπιπαροινέω
ἐπιπαροξύνω
ἐπιπαρορμάω
ἐπιπαρουσία
ἐπιπαρρησιάζομαι
ἐπιπασιμάχη
ἐπίπασμα
ἐπιπάσσω
ἐπιπαστέον
ἐπίπαστος
ἐπιπαταγέω
ἐπιπατρόφιον
ἐπιπάτωρ
ἐπιπαφλάζω
ἐπιπαχύνω
ἐπιπεδικός
ἐπιπεδόομαι
View word page
ἐπίπασμα
powder for sprinkling

ShortDef

powder for sprinkling

Debugging

Headword:
ἐπίπασμα
Headword (normalized):
ἐπίπασμα
Headword (normalized/stripped):
επιπασμα
IDX:
34219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34220
Key:

Data

{'content': 'powder for sprinkling'}