Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιπαιστικός
ἐπιπακτίς
ἐπιπακτόω
ἐπιπάλλω
ἐπιπαμφαλάω
ἐπίπαν
ἐπίπαππος
ἐπιπαραγίγνομαι
ἐπιπαράγω
ἐπιπαραδέχομαι
ἐπιπαράκειμαι
ἐπιπαραμένω
ἐπιπαρανέω
ἐπιπαραριθμέω
ἐπιπαρασκευάζομαι
ἐπιπάρειμι
ἐπιπάρειμι2
ἐπιπαρεμβάλλω
ἐπιπαρέξειμι
ἐπιπαρέρχομαι
ἐπιπάροδος
View word page
ἐπιπαράκειμαι
to be adjacent

ShortDef

to be adjacent

Debugging

Headword:
ἐπιπαράκειμαι
Headword (normalized):
ἐπιπαράκειμαι
Headword (normalized/stripped):
επιπαρακειμαι
IDX:
34202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34203
Key:

Data

{'content': 'to be adjacent'}