Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιοπτεύω
ἐπίοπτος
ἐπιορκέω
ἐπιορκία
ἐπίορκος
ἐπιόσσομαι
ἐπιουδίς
ἐπίουρος
ἐπιούσιος
ἐπιόψομαι
ἐπίπαγος
ἐπίπαγχυ
ἐπιπαθής
ἐπιπαιανίζω
ἐπιπαιανισμός
ἐπιπαίζω
ἐπιπαιστικός
ἐπιπακτίς
ἐπιπακτόω
ἐπιπάλλω
ἐπιπαμφαλάω
View word page
ἐπίπαγος
congealed or hardened crust

ShortDef

congealed or hardened crust

Debugging

Headword:
ἐπίπαγος
Headword (normalized):
ἐπίπαγος
Headword (normalized/stripped):
επιπαγος
IDX:
34186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34187
Key:

Data

{'content': 'congealed or hardened crust'}