Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀλαστορίδης
ἀλάστορος
ἄλαστος
Ἀλάστωρ
ἀλάστωρ
ἁλατίζω
ἁλατικόν
ἁλάτινος
ἁλάτιον
ἁλατοπωλία
ἀλαωπός
ἀλαωτύς
ἀλβάριος
Ἀλβινοουανός
Ἄλβις
ἀλγεινός
ἀλγεσίδωρος
ἀλγεσίθυμος
ἀλγέω
ἀλγηδών
ἄλγημα
View word page
ἀλαωπός
blind-eyed
ShortDef
blind-eyed
Debugging
Headword:
ἀλαωπός
Headword (normalized):
ἀλαωπός
Headword (normalized/stripped):
αλαωπος
IDX:
3416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3417
Key:
Data
{'content': 'blind-eyed'}