Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπινοσσοποιέομαι
ἐπίνοστος
ἐπινοτίζω
ἐπινυκτερεύω
ἐπινύκτιος
ἐπινυκτίς
ἐπινύμφειος
ἐπινυμφεύομαι
ἐπινυμφίδιος
ἐπινύσσω
ἐπινυστάζω
ἐπινωμάω
ἐπινωτίδιος
ἐπινωτίζω
ἐπινώτιος
ἐπιξαίνω
ἐπιξανθίζω
ἐπίξανθος
ἐπιξεναγία
ἐπιξεναγός
ἐπιξενόομαι
View word page
ἐπινυστάζω
to drop asleep over

ShortDef

to drop asleep over

Debugging

Headword:
ἐπινυστάζω
Headword (normalized):
ἐπινυστάζω
Headword (normalized/stripped):
επινυσταζω
IDX:
34144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34145
Key:

Data

{'content': 'to drop asleep over'}