Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπινόμιον
ἐπινομίς
ἐπινομοθετέω
ἐπίνομος
ἐπινοσέω
ἐπίνοσος
ἐπινοσσοποιέομαι
ἐπίνοστος
ἐπινοτίζω
ἐπινυκτερεύω
ἐπινύκτιος
ἐπινυκτίς
ἐπινύμφειος
ἐπινυμφεύομαι
ἐπινυμφίδιος
ἐπινύσσω
ἐπινυστάζω
ἐπινωμάω
ἐπινωτίδιος
ἐπινωτίζω
ἐπινώτιος
View word page
ἐπινύκτιος
by night, nightly

ShortDef

by night, nightly

Debugging

Headword:
ἐπινύκτιος
Headword (normalized):
ἐπινύκτιος
Headword (normalized/stripped):
επινυκτιος
IDX:
34138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34139
Key:

Data

{'content': 'by night, nightly'}