Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπινοητέον
ἐπινοητής
ἐπινοητικός
ἐπινοητός
ἐπίνοια
ἐπινομή
ἐπινομία
ἐπινόμιον
ἐπινομίς
ἐπινομοθετέω
ἐπίνομος
ἐπινοσέω
ἐπίνοσος
ἐπινοσσοποιέομαι
ἐπίνοστος
ἐπινοτίζω
ἐπινυκτερεύω
ἐπινύκτιος
ἐπινυκτίς
ἐπινύμφειος
ἐπινυμφεύομαι
View word page
ἐπίνομος
visiting the land

ShortDef

visiting the land

Debugging

Headword:
ἐπίνομος
Headword (normalized):
ἐπίνομος
Headword (normalized/stripped):
επινομος
IDX:
34131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34132
Key:

Data

{'content': 'visiting the land'}