Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄλαρα
ἅλας
ἀλαστέω
ἀλαστορία
Ἀλαστορίδης
ἀλάστορος
ἄλαστος
Ἀλάστωρ
ἀλάστωρ
ἁλατίζω
ἁλατικόν
ἁλάτινος
ἁλάτιον
ἁλατοπωλία
ἀλαωπός
ἀλαωτύς
ἀλβάριος
Ἀλβινοουανός
Ἄλβις
ἀλγεινός
ἀλγεσίδωρος
View word page
ἁλατικόν
salarium
ShortDef
salarium
Debugging
Headword:
ἁλατικόν
Headword (normalized):
ἁλατικόν
Headword (normalized/stripped):
αλατικον
IDX:
3412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3413
Key:
Data
{'content': 'salarium'}