Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπινήχυτος
ἐπινίκιος
ἐπινιπτρὶς
ἐπινίσσομαι
ἐπινίφω
ἐπινοέω
ἐπινόημα
ἐπινόησις
ἐπινοητέον
ἐπινοητής
ἐπινοητικός
ἐπινοητός
ἐπίνοια
ἐπινομή
ἐπινομία
ἐπινόμιον
ἐπινομίς
ἐπινομοθετέω
ἐπίνομος
ἐπινοσέω
ἐπίνοσος
View word page
ἐπινοητικός
inventive
ShortDef
inventive
Debugging
Headword:
ἐπινοητικός
Headword (normalized):
ἐπινοητικός
Headword (normalized/stripped):
επινοητικος
IDX:
34123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34124
Key:
Data
{'content': 'inventive'}