Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπινήχομαι
ἐπινήχυτος
ἐπινίκιος
ἐπινιπτρὶς
ἐπινίσσομαι
ἐπινίφω
ἐπινοέω
ἐπινόημα
ἐπινόησις
ἐπινοητέον
ἐπινοητής
ἐπινοητικός
ἐπινοητός
ἐπίνοια
ἐπινομή
ἐπινομία
ἐπινόμιον
ἐπινομίς
ἐπινομοθετέω
ἐπίνομος
ἐπινοσέω
View word page
ἐπινοητής
inventive person
ShortDef
inventive person
Debugging
Headword:
ἐπινοητής
Headword (normalized):
ἐπινοητής
Headword (normalized/stripped):
επινοητης
IDX:
34122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34123
Key:
Data
{'content': 'inventive person'}