Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπινέω
ἐπινέω2
ἐπινέω3
ἐπίνηθρος
ἐπινήϊος
ἐπινηνέω
ἐπινήσιος
ἐπίνητρον
ἐπινήφω
ἐπινήχομαι
ἐπινήχυτος
ἐπινίκιος
ἐπινιπτρὶς
ἐπινίσσομαι
ἐπινίφω
ἐπινοέω
ἐπινόημα
ἐπινόησις
ἐπινοητέον
ἐπινοητής
ἐπινοητικός
View word page
ἐπινήχυτος
abundant

ShortDef

abundant

Debugging

Headword:
ἐπινήχυτος
Headword (normalized):
ἐπινήχυτος
Headword (normalized/stripped):
επινηχυτος
IDX:
34113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34114
Key:

Data

{'content': 'abundant'}