Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπινεανιεύομαι
ἐπινεικής
ἐπίνειον
ἐπινείφω
ἐπινεμεσάω
ἐπινέμησις
ἐπινεμητέον
ἐπινέμω
ἐπινεόω
ἐπίνευμα
ἐπίνευσις
ἐπινευστάζω
ἐπινεύω
ἐπινεφελίς
ἐπινέφελος
ἐπινεφής
ἐπινεφρίδιος
ἐπινέφω
ἐπίνεψις
ἐπινέω
ἐπινέω2
View word page
ἐπίνευσις
nodding assent
ShortDef
nodding assent
Debugging
Headword:
ἐπίνευσις
Headword (normalized):
ἐπίνευσις
Headword (normalized/stripped):
επινευσις
IDX:
34094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34095
Key:
Data
{'content': 'nodding assent'}