Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιμονή
ἐπίμονος
ἐπιμοριασμός
ἐπιμόριος
ἐπιμοριότης
ἐπιμορμύρω
ἐπίμορτος
ἐπιμορφάζω
ἐπιμοτόω
ἐπιμοχθέω
ἐπιμόχθητος
ἐπίμοχθος
ἐπιμοχλεύω
ἐπιμύζω
ἐπιμυθέομαι
ἐπιμυθεύομαι
ἐπιμύθιος
ἐπιμυκτηρίζω
ἐπίμυκτος
ἐπιμύλιος
ἐπιμυλίς
View word page
ἐπιμόχθητος
always toilsome

ShortDef

always toilsome

Debugging

Headword:
ἐπιμόχθητος
Headword (normalized):
ἐπιμόχθητος
Headword (normalized/stripped):
επιμοχθητος
IDX:
34055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34056
Key:

Data

{'content': 'always toilsome'}