Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίμοιρος
ἐπιμοιχεύω
ἐπιμοιχίδιος
ἐπιμολεῖν
ἐπίμολος
ἐπιμολύνω
ἐπιμομφά
ἐπιμομφή
ἐπίμομφος
ἐπιμονή
ἐπίμονος
ἐπιμοριασμός
ἐπιμόριος
ἐπιμοριότης
ἐπιμορμύρω
ἐπίμορτος
ἐπιμορφάζω
ἐπιμοτόω
ἐπιμοχθέω
ἐπιμόχθητος
ἐπίμοχθος
View word page
ἐπίμονος
staying on, lasting long

ShortDef

staying on, lasting long

Debugging

Headword:
ἐπίμονος
Headword (normalized):
ἐπίμονος
Headword (normalized/stripped):
επιμονος
IDX:
34046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34047
Key:

Data

{'content': 'staying on, lasting long'}