Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιμεταφέρω
ἐπιμετρέω
ἐπιμέτρησις
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
ἐπιμήθεια
ἐπιμηθεύομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
ἐπιμηθικῶς
ἐπιμήκης
ἐπιμηκύνω
ἐπιμηλάδες
Ἐπιμηλίδες
ἐπιμήλιος
ἐπιμηλίς
ἐπιμηνάω
ἐπιμηνίδιον
ἐπιμηνιεία
ἐπιμηνιεύω
ἐπιμήνιος
View word page
ἐπιμήκης
longish, oblong
ShortDef
longish, oblong
Debugging
Headword:
ἐπιμήκης
Headword (normalized):
ἐπιμήκης
Headword (normalized/stripped):
επιμηκης
IDX:
34002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-34003
Key:
Data
{'content': 'longish, oblong'}