Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίμεσος
ἐπιμεσουράνημα
ἐπιμεσόω
ἐπίμεστος
ἐπιμεταλλάσσω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμεταφέρω
ἐπιμετρέω
ἐπιμέτρησις
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
ἐπιμήθεια
ἐπιμηθεύομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
ἐπιμηθικῶς
ἐπιμήκης
ἐπιμηκύνω
ἐπιμηλάδες
Ἐπιμηλίδες
ἐπιμήλιος
View word page
ἐπιμήδομαι
to contrive against

ShortDef

to contrive against

Debugging

Headword:
ἐπιμήδομαι
Headword (normalized):
ἐπιμήδομαι
Headword (normalized/stripped):
επιμηδομαι
IDX:
33996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33997
Key:

Data

{'content': 'to contrive against'}