Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιμερότης
ἐπίμεσος
ἐπιμεσουράνημα
ἐπιμεσόω
ἐπίμεστος
ἐπιμεταλλάσσω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμεταφέρω
ἐπιμετρέω
ἐπιμέτρησις
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
ἐπιμήθεια
ἐπιμηθεύομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
ἐπιμηθικῶς
ἐπιμήκης
ἐπιμηκύνω
ἐπιμηλάδες
Ἐπιμηλίδες
View word page
ἐπίμετρον
over-measure, excess

ShortDef

over-measure, excess

Debugging

Headword:
ἐπίμετρον
Headword (normalized):
ἐπίμετρον
Headword (normalized/stripped):
επιμετρον
IDX:
33995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33996
Key:

Data

{'content': 'over-measure, excess'}