Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιμερισμός
ἐπιμεριστής
ἐπίμερος
ἐπιμερότης
ἐπίμεσος
ἐπιμεσουράνημα
ἐπιμεσόω
ἐπίμεστος
ἐπιμεταλλάσσω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμεταφέρω
ἐπιμετρέω
ἐπιμέτρησις
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
ἐπιμήθεια
ἐπιμηθεύομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
ἐπιμηθικῶς
ἐπιμήκης
View word page
ἐπιμεταφέρω
undergo a change

ShortDef

undergo a change

Debugging

Headword:
ἐπιμεταφέρω
Headword (normalized):
ἐπιμεταφέρω
Headword (normalized/stripped):
επιμεταφερω
IDX:
33992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33993
Key:

Data

{'content': 'undergo a change'}