Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιμερίζω
ἐπιμέρισις
ἐπιμερισμός
ἐπιμεριστής
ἐπίμερος
ἐπιμερότης
ἐπίμεσος
ἐπιμεσουράνημα
ἐπιμεσόω
ἐπίμεστος
ἐπιμεταλλάσσω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμεταφέρω
ἐπιμετρέω
ἐπιμέτρησις
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
ἐπιμήθεια
ἐπιμηθεύομαι
Ἐπιμηθεύς
ἐπιμηθής
View word page
ἐπιμεταλλάσσω
die subsequently

ShortDef

die subsequently

Debugging

Headword:
ἐπιμεταλλάσσω
Headword (normalized):
ἐπιμεταλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
επιμεταλλασσω
IDX:
33990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33991
Key:

Data

{'content': 'die subsequently'}