Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιμερής
ἐπιμερίζω
ἐπιμέρισις
ἐπιμερισμός
ἐπιμεριστής
ἐπίμερος
ἐπιμερότης
ἐπίμεσος
ἐπιμεσουράνημα
ἐπιμεσόω
ἐπίμεστος
ἐπιμεταλλάσσω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμεταφέρω
ἐπιμετρέω
ἐπιμέτρησις
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
ἐπιμήθεια
ἐπιμηθεύομαι
Ἐπιμηθεύς
View word page
ἐπίμεστος
filled up, in full measure
ShortDef
filled up, in full measure
Debugging
Headword:
ἐπίμεστος
Headword (normalized):
ἐπίμεστος
Headword (normalized/stripped):
επιμεστος
IDX:
33989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33990
Key:
Data
{'content': 'filled up, in full measure'}