Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιμένω
ἐπιμερής
ἐπιμερίζω
ἐπιμέρισις
ἐπιμερισμός
ἐπιμεριστής
ἐπίμερος
ἐπιμερότης
ἐπίμεσος
ἐπιμεσουράνημα
ἐπιμεσόω
ἐπίμεστος
ἐπιμεταλλάσσω
ἐπιμεταπέμπομαι
ἐπιμεταφέρω
ἐπιμετρέω
ἐπιμέτρησις
ἐπίμετρον
ἐπιμήδομαι
ἐπιμήθεια
ἐπιμηθεύομαι
View word page
ἐπιμεσόω
to be at the middle

ShortDef

to be at the middle

Debugging

Headword:
ἐπιμεσόω
Headword (normalized):
ἐπιμεσόω
Headword (normalized/stripped):
επιμεσοω
IDX:
33988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33989
Key:

Data

{'content': 'to be at the middle'}