Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιμέμβλεται
ἐπιμέμονα
ἐπιμεμπτέον
ἐπίμεμπτος
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμενετέον
Ἐπιμενίδειος
Ἐπιμενίδης
ἐπιμένω
ἐπιμερής
ἐπιμερίζω
ἐπιμέρισις
ἐπιμερισμός
ἐπιμεριστής
ἐπίμερος
ἐπιμερότης
ἐπίμεσος
ἐπιμεσουράνημα
ἐπιμεσόω
ἐπίμεστος
ἐπιμεταλλάσσω
View word page
ἐπιμερίζω
impart, give a portion

ShortDef

impart, give a portion

Debugging

Headword:
ἐπιμερίζω
Headword (normalized):
ἐπιμερίζω
Headword (normalized/stripped):
επιμεριζω
IDX:
33980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33981
Key:

Data

{'content': 'impart, give a portion'}