Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιμελῳδέω
ἐπιμελῴδημα
ἐπιμέμβλεται
ἐπιμέμονα
ἐπιμεμπτέον
ἐπίμεμπτος
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμενετέον
Ἐπιμενίδειος
Ἐπιμενίδης
ἐπιμένω
ἐπιμερής
ἐπιμερίζω
ἐπιμέρισις
ἐπιμερισμός
ἐπιμεριστής
ἐπίμερος
ἐπιμερότης
ἐπίμεσος
ἐπιμεσουράνημα
ἐπιμεσόω
View word page
ἐπιμένω
to stay on, tarry

ShortDef

to stay on, tarry

Debugging

Headword:
ἐπιμένω
Headword (normalized):
ἐπιμένω
Headword (normalized/stripped):
επιμενω
IDX:
33978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33979
Key:

Data

{'content': 'to stay on, tarry'}