Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιμέλησις
ἐπιμελητεία
ἐπιμελητέον
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητεύω
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμελῳδέω
ἐπιμελῴδημα
ἐπιμέμβλεται
ἐπιμέμονα
ἐπιμεμπτέον
ἐπίμεμπτος
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμενετέον
Ἐπιμενίδειος
Ἐπιμενίδης
ἐπιμένω
ἐπιμερής
ἐπιμερίζω
View word page
ἐπιμέμβλεται
carest
ShortDef
carest
Debugging
Headword:
ἐπιμέμβλεται
Headword (normalized):
ἐπιμέμβλεται
Headword (normalized/stripped):
επιμεμβλεται
IDX:
33970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33971
Key:
Data
{'content': 'carest'}