Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκτήριον
ἄλαλος
ἀλάλυγξ
ἀλαλύκτημαι
ἀλάμπετος
ἀλαμπής
ἀλαμπία
ἀλάομαι
ἀλαός
ἀλαοσκοπιά
ἀλαοτόκος
ἀλαόω
ἀλαπαδνός
ἀλαπαδνοσύνη
ἀλαπάζω
ἄλαρα
ἅλας
ἀλαστέω
ἀλαστορία
Ἀλαστορίδης
View word page
ἀλαοσκοπιά
a blind (careless) watch

ShortDef

a blind (careless) watch

Debugging

Headword:
ἀλαοσκοπιά
Headword (normalized):
ἀλαοσκοπιά
Headword (normalized/stripped):
αλαοσκοπια
IDX:
3396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3397
Key:

Data

{'content': 'a blind (careless) watch'}