Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιμελεδαίνω
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμέλησις
ἐπιμελητεία
ἐπιμελητέον
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητεύω
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμελῳδέω
ἐπιμελῴδημα
ἐπιμέμβλεται
ἐπιμέμονα
ἐπιμεμπτέον
ἐπίμεμπτος
ἐπιμέμφομαι
ἐπιμενετέον
View word page
ἐπιμελητής
one who has charge of

ShortDef

one who has charge of

Debugging

Headword:
ἐπιμελητής
Headword (normalized):
ἐπιμελητής
Headword (normalized/stripped):
επιμελητης
IDX:
33965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33966
Key:

Data

{'content': 'one who has charge of'}