Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπίμεικτος
ἐπιμειλίσσομαι
ἐπιμειξία
ἐπιμείρομαι
ἐπιμελαίνομαι
ἐπιμέλας
ἐπιμελεδαίνω
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμέλησις
ἐπιμελητεία
ἐπιμελητέον
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητεύω
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμελῳδέω
ἐπιμελῴδημα
View word page
ἐπιμελής
careful
ShortDef
careful
Debugging
Headword:
ἐπιμελής
Headword (normalized):
ἐπιμελής
Headword (normalized/stripped):
επιμελης
IDX:
33959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33960
Key:
Data
{'content': 'careful'}