Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιμεικτέον
ἐπίμεικτος
ἐπιμειλίσσομαι
ἐπιμειξία
ἐπιμείρομαι
ἐπιμελαίνομαι
ἐπιμέλας
ἐπιμελεδαίνω
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμέλησις
ἐπιμελητεία
ἐπιμελητέον
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητεύω
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
ἐπιμελῳδέω
View word page
ἐπιμέλημα
a care, anxiety
ShortDef
a care, anxiety
Debugging
Headword:
ἐπιμέλημα
Headword (normalized):
ἐπιμέλημα
Headword (normalized/stripped):
επιμελημα
IDX:
33958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33959
Key:
Data
{'content': 'a care, anxiety'}