Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιμείζων
ἐπιμεικτέον
ἐπίμεικτος
ἐπιμειλίσσομαι
ἐπιμειξία
ἐπιμείρομαι
ἐπιμελαίνομαι
ἐπιμέλας
ἐπιμελεδαίνω
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμέλησις
ἐπιμελητεία
ἐπιμελητέον
ἐπιμελητέος
ἐπιμελητεύω
ἐπιμελητής
ἐπιμελητικός
ἐπιμέλπω
View word page
ἐπιμελέομαι
to take care of, have charge of, have the management of
ShortDef
to take care of, have charge of, have the management of
Debugging
Headword:
ἐπιμελέομαι
Headword (normalized):
ἐπιμελέομαι
Headword (normalized/stripped):
επιμελεομαι
IDX:
33957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33958
Key:
Data
{'content': 'to take care of, have charge of, have the management of'}