Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιμείγνυμι
ἐπιμειδάω
ἐπιμειδίασις
ἐπιμειδιάω
ἐπιμείζων
ἐπιμεικτέον
ἐπίμεικτος
ἐπιμειλίσσομαι
ἐπιμειξία
ἐπιμείρομαι
ἐπιμελαίνομαι
ἐπιμέλας
ἐπιμελεδαίνω
ἐπιμέλεια
ἐπιμελέομαι
ἐπιμέλημα
ἐπιμελής
ἐπιμέλησις
ἐπιμελητεία
ἐπιμελητέον
ἐπιμελητέος
View word page
ἐπιμελαίνομαι
to become black on the surface

ShortDef

to become black on the surface

Debugging

Headword:
ἐπιμελαίνομαι
Headword (normalized):
ἐπιμελαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
επιμελαινομαι
IDX:
33953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33954
Key:

Data

{'content': 'to become black on the surface'}