Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλάλητος
ἄλαλκε
Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκτήριον
ἄλαλος
ἀλάλυγξ
ἀλαλύκτημαι
ἀλάμπετος
ἀλαμπής
ἀλαμπία
ἀλάομαι
ἀλαός
ἀλαοσκοπιά
ἀλαοτόκος
ἀλαόω
ἀλαπαδνός
ἀλαπαδνοσύνη
ἀλαπάζω
ἄλαρα
ἅλας
ἀλαστέω
View word page
ἀλάομαι
to wander, stray

ShortDef

to wander, stray

Debugging

Headword:
ἀλάομαι
Headword (normalized):
ἀλάομαι
Headword (normalized/stripped):
αλαομαι
IDX:
3394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3395
Key:

Data

{'content': 'to wander, stray'}