Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλαλάω
ἀλαλή
ἀλάλημαι
ἀλαλητός
ἀλάλητος
ἄλαλκε
Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκτήριον
ἄλαλος
ἀλάλυγξ
ἀλαλύκτημαι
ἀλάμπετος
ἀλαμπής
ἀλαμπία
ἀλάομαι
ἀλαός
ἀλαοσκοπιά
ἀλαοτόκος
ἀλαόω
ἀλαπαδνός
ἀλαπαδνοσύνη
View word page
ἀλαλύκτημαι
to be sore distressed

ShortDef

to be sore distressed

Debugging

Headword:
ἀλαλύκτημαι
Headword (normalized):
ἀλαλύκτημαι
Headword (normalized/stripped):
αλαλυκτημαι
IDX:
3390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3391
Key:

Data

{'content': 'to be sore distressed'}